dichromatic$21126$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

dichromatic$21126$ - translation to ελληνικό

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Dichromatic (disambiguation)

dichromatic      
adj. διχρωμικός

Ορισμός

Dichromatic
·adj Having or exhibiting two colors.
II. Dichromatic ·adj Having two color varieties, or two phases differing in color, independently of age or sex, as in certain birds and insects.

Βικιπαίδεια

Dichromatic

Dichromatic may refer to:

  • Dichromacy, a form of color-blindness in which only two light wavelengths are distinguished rather than the usual three
  • Dichromatic, describing an optical device which splits light into two parts according to its wavelength: a form of dichroism
  • A form of polymorphism (biology), typical in sexual dimorphism, in which two phenotypes have different colouration or ornamentation.
  • Dichromatic reflectance model
  • Dichromatism: the property of a substance that changes hue due to change in its concentration or the thickness of a layer.